- ακούρνιαστος
- ακούρνιαχτος, η , ο1) не севший на насест; не уснувший, неспящий (о домашних птицах); 2) перен. не нашедший ночлега
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακούρνιαστος — ακούρνιαστος, η, ο και ακούρνιαχτος, η, ο 1. (για πουλιά), αυτός που δεν κούρνιασε, δεν κοιμήθηκε: Οι κότες είναι ακόμη ακούρνιαστες. 2. (για ανθρώπους), αυτός που δεν πήγε για ύπνο: Περασμένα μεσάνυχτα και τα παιδιά είναι ακούρνιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακούρνιαστος — και χτος και γος, η, ο [κουρνιάζω] (για πτηνά) αυτός που δεν κούρνιασε για να κοιμηθεί … Dictionary of Greek